οικονομολογία

οικονομολογία
[икономологиа] ουσ. 0. финансовое дело, экономика.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οικονομολογία" в других словарях:

  • οικονομολογία — η η οικονομική επιστήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικονομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • οικονομολογία — η επιστήμη που μελετά τα οικονομικά φαινόμενα, δηλ. τους όρους ή τους νόμους της παραγωγής και κατανομής των υλικών αγαθών, αλλ. πολιτική οικονομία ή οικονομική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιτάχυνση — O χρονικός ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας σε ένα κινούμενο αντικείμενο. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο, το οποίο, ξεκινώντας από στάση, αποκτά σε δέκα δευτερόλεπτα ταχύτητα 10 μ./δευτ. Αν σε αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα είχε σταθερή ε …   Dictionary of Greek

  • οικονομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή στον οικονομολόγο. επίρρ... οικονομολογικώς και ά από οικονομολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικονομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Καραθεοδωρή] …   Dictionary of Greek

  • Βολφ, Γιούλους — (Julus Wolf, 1862 – 1937).Ελβετός οικονομολόγος. Αρχικά διορίστηκε καθηγητής στη Ζυρίχη και αργότερα δίδαξε οικονομολογία στο πανεπιστήμιο του Γκραϊφσβάλντ. Έγραψε πολλά έργα, τα οποία αναφέρονται στη διεθνή σοσιαλιστική πολιτική, στις… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: Οικονομική Εφορεία. 2. αυτός που κοστίζει λίγο, ο φτηνός: Η ζωή στην επαρχία είναι πιο οικονομική. 3. (ουσ.) οικονομική, η οικονομολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οικονομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή τον οικονομολόγο: Οικονομολογική μελέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οικονομολόγος — ο, η 1. επιστήμονας που ασχολείται με την οικονομολογία (βλ. λ.). 2. αυτός που γνωρίζει να διαχειρίζεται τα δημόσια οικονομικά. 3. άνθρωπος προσεχτικός στις δαπάνες, αλλ. οικονόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»